- ὑστερόμυθος
- ὑστερό-μῡθος, ον,A speaking later,
στόμα Nonn.D.42.155
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στόμα Nonn.D.42.155
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υστερόμυθος — ον, ΜΑ αυτός που μιλά αργότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + μύθος (< μῦθος), πρβλ. ἀληθό μυθος] … Dictionary of Greek
ὑστερόμυθον — ὑστερόμυθος speaking later masc/fem acc sg ὑστερόμυθος speaking later neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek